κονκορδάτο
Greek Monolingual
και κογκορδάτο, το
1. η με βάση το διεθνές δίκαιο συμφωνία που συνάπτεται ανάμεσα στην εκκλησιαστική και την κοσμική αρχή, στις χώρες της Δύσης, σχετικά με ζητήματα αμοιβαίου ενδιαφέροντος
2. η μεταξύ του πάπα, ως αρχηγού της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, και ενός κοσμικού αρχηγού κράτους συμφωνία για τη ρύθμιση εκκλησιαστικών ζητημάτων μέσα στα όρια αυτού του κράτους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως, πρβλ. αγγλ. concordat < γαλλ. concordat < μσν. λατ. concordatum < λατ. concordatum, ουδ. της μτχ. concordatus < λατ. concordo «συμφωνώ, ομονοώ»].