κοπιαστικός

Greek Monolingual

-ή, -ό κοπιάζω
αυτός που προξενεί κόπο, κοπιώδης, κουραστικός, επίπονος («η δουλειά του όλο το πρωί είναι τόσο κοπιαστική, που γυρίζει το μεσημέρι σπίτι του και κοιμάται τρεις ώρες»).
επίρρ...
κοπιαστικώς και -ά
με πολύ κόπο, με κούραση, με μόχθο.