-ή, -ό κοπιάζωαυτός που προξενεί κόπο, κοπιώδης, κουραστικός, επίπονος («η δουλειά του όλο το πρωί είναι τόσο κοπιαστική, που γυρίζει το μεσημέρι σπίτι του και κοιμάται τρεις ώρες»). επίρρ...κοπιαστικώς και -άμε πολύ κόπο, με κούραση, με μόχθο.