κοπρώνας

Greek Monolingual

ο (ΑM κοπρών, -ῶνος) κόπρος (Ι)]
1. τόπος όπου αποπατούν, αποχωρητήριο, αφοδευτήριο
2. τόπος όπου συσσωρεύονται ακαθαρσίες και δύσοσμες ύλες
νεοελλ.
τόπος όπου σωρεύεται κοπριά που προορίζεται για λίπασμα
αρχ.
παροιμ. «εἰς κοπρῶνα θυμιᾱν» — λέγεται για μάταιο και ανώφελο ή για απρεπώς επιχειρούμενο έργο.