κορδόνι
Greek Monolingual
το
1. πλέγμα από κλωστές στριμμένες προς μια κατεύθυνση, σειρήτι, γαϊτάνι
2. σχοινί ή σχοινοτενές δέρμα για το δέσιμο τών παπουτσιών («λύθηκαν τα κορδόνια σου»)
3. (ως επίρρ.) κατά σειρά
4. φρ. α) «η δουλειά πάει κορδόνι» — η δουλειά προχωράει, πάει καλά
β) «γραμμή κορδόνι» ή «σκοινί κορδόνι» — χωρίς σταματημό, συνεχώς, αδιάκοπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., από ιταλ. cordone < λατ. chorda < αρχ. ελλ. χορδή.