κορφολάτης

Greek Monolingual

ο
αυτός που ανεβαίνει στις κορυφές τών βουνών, ορειβάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορφή + -λάτης (< ἐλάτης < ἐλαύνω), πρβλ. αλογολάτης, ζευγολάτης].