πεινῶσαν ἀλώπεκα ὕπνος ἐπέρχεται → sleep allows one to go without food
ο1. αυτός που οδηγεί τα άλογα στη βοσκή, βοσκός αλόγων2. φύλακας αλόγων.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άλογο + παραγ. κατάλ. -λάτης (< αρχ. ελά-της < ελαύνω), που σημαίνει τον πορευόμενο, πρβλ. και τους τ. ζευγο-λάτης, πρωτο-λάτης, κ.λπ.].