κοστίζω
Greek Monolingual
(Μ κοστίζω και κουστίζω)
(για πράγματα) αντιπροσωπεύω ένα ορισμένο χρηματικό ποσό, στοιχίζω, έχω τόση αξία, τιμώμαι («η επίπλωση του σπιτιού του κόστισε δύο εκατομμύρια»)
νεοελλ.
1. (για γεγονότα) προξενώ ζημιά ή θλίψη (α. «μάς κόστισε ακριβά η Κατοχή»
(β. «του κόστισε πολύ ο θάνατος της αδελφής του»)
2. φρ. α) «δεν μού κοστίζει τίποτε να...» — δεν θα δυσκολευτώ καθόλου να...
β) «κοστίζει ο κούκος (γι') αηδόνι» — είναι πολύ ακριβά, στοιχίζει πάρα πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. costare].