Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
κουκκίδα
Greek Monolingual
και κουκίδα, η 1.στίγμα 2. το σημείο της τελείας 3.φρ. «τρεις κουκκίδες» — το σημείο τὼν αποσιωπητικών. [ΕΤΥΜΟΛ.<κουκκίδα (ορθτ. αντίκουκίδα) <κόκκος+ υποκορ. κατάλ. -ίς, -ίδος, με κώφωση του -ο-].