κουκουλώνω

Greek Monolingual

και κουκλώνωκουκουλώνω) κουκούλα
καλύπτω, σκεπάζω εντελώς
νεοελλ.
1. περιβάλλω κάποιον με θερμά ενδύματα («κουκουλώθηκα σήμερα, γιατί έχω κρυώσει»)
2. συγκαλύπτω, αποκρύπτω μια κακή πράξη («το κουκούλωσαν το σκάνδαλο, για να αποφύγουν την επίκριση του κόσμου»)
3. παντρεύω κάποιον με βία ή με απάτη
4. θάβω («τον κουκούλωσαν τον νεκρό»).