κουτσουρεύω

Greek Monolingual

κούτσουρο
1. κόβω τους κλάδους δένδρου
2. μτφ. αποκόπτω, ακρωτηριάζω, κολοβώνω
3. μειώνω, περιορίζω («κουτσούρεψαν τους μισθούς»).