και κοχλίδι και χοχλάδι και χοχλίδι, το (Α κοχλάδιον και κοχλίδιον)μικρός κοχλίας ή μικρός κόχλοςνεοελλ.βότσαλο, κροκάλη.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόχλος + υποκορ. κατάλ. -άδι(ον), πρβλ. γλυκάδι, κροκάδι].