κροκάδι

From LSJ

ἀπομυξάμενος, ὦ Δῆμέ, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ → blow your nose, Demos, and wipe your hand on my head

Source

Greek Monolingual

το
ο κρόκος του αβγού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + κατάλ. -άδι (πρβλ. κορφάδι, πετράδι)].