κοχλίδιον
From LSJ
τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)
English (LSJ)
τό, Dim. of κόχλος 2, BGU1118.15 (i B. C.), Epict. Ench.7, EM534.22.
Greek (Liddell-Scott)
κοχλίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κόχλος, Ἐπικτ. Ἐγχειρίδ. 7, Ἐτυμολ. Μέγ. 534. 22.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de κοχλίας.
German (Pape)
τό, dim. von κόχλος, kleine Schnecke, Sp. – Auch eine Art Wendeltreppe, wie κοχλίας.