κούμπωμα

Greek Monolingual

το (Α κόμβωμα) νεοελλ. η σύνδεση, η προσαρμογή κουμπιού στην κουμπότρυπα
αρχ.
1. (κατά τον Ησύχ.) στόλισμα
2. (κατά το λεξ. Σούδα) στον πληθ. τὰ κομβώματα
καλλωπίσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κούμπωμα < κουμπώνω, ενώ ο τ. κόμβωμα < κομβῶ].