Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
κρανιολόγος
Greek Monolingual
ο, η ο ειδικός στην κρανιολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. craniologue<crani(o)- (< μσν. λατ. cranium<κρανίον) + -logue (< -λόγος<λέγω). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν του 'Αγγελου Βλάχου].