κρανιολογία

From LSJ

Ζῶμεν ἀλογίστως προσδοκοῦντες μὴ θανεῖν → Mortis non memores inconsulto vivimus → Den Tod verdrängend leben wir voll Unvernunft

Menander, Monostichoi, 200

Greek Monolingual

η
τομέας της ανθρωπολογίας που έχει ως αντικείμενο τη σύγκριση τών μορφών του κρανίου διαφόρων ανθρώπινων φυλών, σύγχρονων ή απολιθωμένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. craniologie < crani(o)- (< μσν. λατ. cranium < κρανίον) + -logie (< αρχ. γαλλ. -logie < λατ. -logia < -λογία < -λόγος < λέγω). Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Κυριάκο Μελίρρυτο].