κρανοποιέω
English (LSJ)
make helmets: metaph., of one who talks big and warlike, Ar.Ra.1018:—hence κρανοποιΐα, ἡ, Poll.7.155.
French (Bailly abrégé)
κρανοποιῶ :
fabriquer des casques en paroles, càd ne parler que de casques, d'armures.
Étymologie: κρανοποιός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρανοποιέω [κράνος, ποιέω] helmen fabriceren; overdr.: κρανοποιῶν αὖ μ’ ἐπιτρίψει hij (Aeschylus) gaat me gek maken met zijn (gepraat over) helmen Aristoph. Ran. 1018.
German (Pape)
Russian (Dvoretsky)
κρᾰνοποιέω: досл. ковать шлемы, ирон. убивать болтовней о военных доспехах Arph.
Greek Monotonic
κρᾰνοποιέω: φτιάχνω περικεφαλαίες· στον Αριστοφ., λέγεται για κάποιον που μιλά με κομπορρημοσύνη για τον πόλεμο.
Greek (Liddell-Scott)
κρᾰνοποιέω: κατασκευάζω περικεφαλαίας· ἐν Ἀριστ. Βατρ. 1018 ἐν χρήσει ἐπὶ ἀνθρώπου κομπορρημόνως λαλοῦντος περὶ πολέμων, κράνη καὶ λόφους διηγουμένου· -ποιΐα, ἡ. Πολυδ. Ζ΄, 155· ― ἐκ τοῦ κρανο-ποιός, ὁ, ὁ κατασκευάζων περικεφαλαίας, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1255, Πολυδ. Α΄, 145., Ζ΄, 155.
Middle Liddell
κρᾰνο-ποιέω,
to make helmets: in Ar. of one who talks big and warlike.