Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
κρεμάδα
Greek Monolingual
η σταφύλι που φυλάγεται κρεμασμένο για να διατηρηθεί για πολύ καιρό. [ΕΤΥΜΟΛ.< θ. κρεμ- του κρεμῶ+ κατάλ. -άδα, που απαντά συνήθως σε μετονοματικά παρ. (πρβλ. ασχημάδα, λεμονάδα)].