κρεοθέτου, ὁ, butcher, Glossaria (κρεω- cod.).
κρεοθέτης, ὁ (Α)κρεοπώλης.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο)- + -θέτης (< τίθημι), πρβλ. αθλοθέτης, λογοθέτης.