λογοθέτης

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λογοθέτης Medium diacritics: λογοθέτης Low diacritics: λογοθέτης Capitals: ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ
Transliteration A: logothétēs Transliteration B: logothetēs Transliteration C: logothetis Beta Code: logoqe/ths

English (LSJ)

λογοθέτου, ὁ, auditor, BGU77.10 (ii A.D.), al., Cod.Just.10.30.4, Procop.Arc.8, al.

Greek (Liddell-Scott)

λογοθέτης: -ου, ὁ, ὁ ἀκούων ἢ ἐξετάζων λογαριασμόν· - ἐν τῇ αὐλῇ τοῦ Βυζαντίου, ὁ ἀρχιγραμματεὺς τῆς αὐτοκρατορίας. - Περὶ ἀμφοτέρων τούτων τῶν σημασιῶν ὅρα Δουκάγγ.

Greek Monolingual

ο (AM λογοθέτης)
νεοελλ.
φρ. (ως τιμητικός τίτλος λαϊκών προσώπων) «άρχων μέγας λογοθέτης» — πατριαρχικό αξίωμα, ανώτατος αξιωματούχος τών πατριαρχείων
μσν.
1. ο αρχιγραμματέας της αυτοκρατορίας του Βυζαντίου
2. ο γενικός λογιστής του δημόσιου ταμείου της αυτοκρατορίας
3. υπουργός (α. «λογοθέτης του δρόμου» — υπουργός τών Ταχυδρομείων
β. «μέγας λογοθέτης» — υπουργός τών Εξωτερικών
γ. «λογοθέτης του Γενικοῦ» — υπουργός τών Οικονομικών)
4. αξίωμα, οφίκιο στη βυζαντινή Αυλή, ανώτερος αυλικός
5. ανώτερος αξιωματούχος στο πριγκιπάτο του Μορέως
6. τίτλος αξιωματούχου στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, ο πρώτος ή ο τρίτος στη σειρά βογιάρος του διβανίου
7. οφίκιο, εκκλησιαστικό αξίωμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου
8. τιτλούχος μητρόπολης
9. φρ. α) «λογοθέτης τών σεκρέτων» — ανώτατος Βυζαντινός αξιωματούχος που έπαιζε ρόλο πρωθυπουργού
β) «μέγας λογοθέτης» — τίτλος που αντικατέστησε εκείνον του λογοθέτη τών σεκρέτων και στις αρμοδιότητες του οποίου συμπεριλήφθηκαν και οι αρμοδιότητες του λογοθέτη του δρόμου
μσν.-αρχ.
αυτός που ακούει ή ελέγχει λογαριασμούς, λογιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λογο- + -θέτης (< συνεσταλμένη βαθμίδα θε- του τί-θη-μι), πρβλ. αγωνοθέτης, ταξιθέτης.

German (Pape)

ὁ, der die Rechnung Abfordernde und Prüfende, Sp., vgl. Phryn. 210; am byzantinischen Hofe der Kanzler.