κρινοειδής

English (LSJ)

κρινοειδές,
A like a lily, Dsc.3.128. εις, εντος, ὁ, name of one of the Idaean Dactyls, Sch.Il.22.391.
II -εις, εσσα, εν, like a lily, κεραυνός dub. cj. in Supp.Epigr.4.386 (Panamara).

German (Pape)

[Seite 1509] ές, lilienartig, ἄνθος Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

κρῐνοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς κρίνον, Διοσκ. 3. 143.

Greek Monolingual

-ές (AM κρινοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με κρίνο
νεοελλ.
ζωολ. τα κρινοειδή
ομοταξία εδραίων ή ελεύθερων εχινοδέρμων με μακριούς και εύκαμπτους βραχίονες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνον + -ειδής. Η λ. ως επιστημον. όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. crinoidea < crin- (< κρίνον) + -oidea (< λατ. -oides < συνδετικό φωνήεν -ο- + -ειδής < εἶδος)].