κροκίδα

Greek Monolingual

η (Α κροκίς, -ίδος)
κροκύδα
αρχ.
μυγοχάφτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκη «κλωστή, νήμα» + κατάλ. -ίς (πρβλ. σκελίς, φιαλίς)].