κρυψόρχης
English (LSJ)
κρυψόρχου, ὁ, with undescended testicles, Sor.1.109.
Greek Monolingual
και κρύψορχις, ο (Α κρυψόρχης)
άτομο του οποίου οι όρχεις δεν έχουν κατέλθει στο όσχεο, αλλά παραμένουν μέσα στην κοιλιά ή στον βουβωνικό πόρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυψ- (πρβλ. ἔ-κρυψ-α αόρ. του κρύπτω) + -όρχης (< ὄρχις), πρβλ. αόρχης, τριόρχης].