κτίσιμο
Greek Monolingual
και χτίσιμο, το (Μ κτίσιμο[ν])
ανέγερση οικοδομής ή τοίχου («το κτίσιμο του σπιτιού βάσταξε έναν χρόνο»)
2. ίδρυση, θεμελίωση
3. απόφραξη θύρας, παραθύρου ή άλλου ανοίγματος με τοίχο («το κτίσιμο του παραθύρου θα κόψει το κρύο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κτισ- (πρβλ. ἔ-κτισ-α αόρ. του κτίζω) + κατάλ. -ιμο (πρβλ. δέσιμο, λύσιμο)].