κυκλιάς

English (LSJ)

κυκλιάδος, ὁ, ἡ, round, τυροὶ κυκλιάδες AP6.299 (Phan.).

German (Pape)

[Seite 1526] άδος, ἡ, kreisförmig, τυροὶ κυκλιάδες, runde Käse, Phani. 5 (VI, 299).

French (Bailly abrégé)

άδος (ὁ, ἡ)
rond.
Étymologie: κύκλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυκλιάς, -άδος [κύκλος] als adj., rond.

Russian (Dvoretsky)

κυκλιάς: άδος (ᾰδ) adj. кругообразный, круглый (τυροί Anth.).

Greek Monolingual

κυκλιάς, -άδος, ὁ, ἡ (Α) κύκλιος
αυτός που έχει κυκλικό σχήμα.

Greek Monotonic

κυκλιάς: ὁ, ἡ (κύκλος), στρογγυλός, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

κυκλιάς: ὁ, ἡ, στρογγύλος, τυροὶ κυκλιάδες Ἀνθ. Π. 6. 299, πρβλ. Ἰακ. σ. 201.

Middle Liddell

κύκλος
round, Anth.