κύκλιος
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη → The first and best victory is to conquer self.
English (LSJ)
κυκλία, κύκλιον (κύκλιος, κύκλιον Eup.5 D.), (κύκλος)
A round, circular, ἀσπίς Archestr.Fr.13.3; ὕδωρ κύκλιον, of the Delian lake (cf. τροχοειδής), E.IT1104 (lyr.).
II κύκλιος χορός, ὁ, circular chorus or cyclic chorus, prop. of any which were danced in a ring round an altar, chiefly used of dithyrambic choruses, opp. those which were arranged in a square (τετράγωνοι Timae.44), Ar.Nu.333, Ra.366, Fr.149.10, X.Oec. 8.20, Aeschin.3.232, etc.; ἐν τῷ ἀγῶνι τῶν κυκλίων χορῶν Schwyzer 91.26 (Argos, iii B.C.); τῶν κυκλίων (without χορῶν) Ἀρχ. Ἐφ. 1913.7 (Nisyros, iii B.C.), cf. Inscr.Cos13.4; ἐν τοῖς κυκλίοις ἀγῶσιν OGI213.38 (Didyma, iv/ iii B.C.); invented by Arion, Arist.Fr.677: hence κύκλιον ὠρχήσαντο = danced in a circle Call.Del.313; εἱλισσόμεναι κύκλια E.IA1055 (lyr.).
2 κύκλια μέλη = dithyrambs, Ar.Av.918; κύκλιος ἀναβολή Eup.l.c.
3 = κυκλικός ΙΙ, AP11.130 (Poll.).
4 = χορίαμβος (choriamb), Sch.Heph.p.303 C.
III name of month at Epidaurus, IG42(1).115.23 (iv/iii B.C.), al.
IV κυκλίῳ, = κύκλῳ (in a circle), c.gen. (cf. κύκλος 1), BGU938.4 (iv A.D.).
German (Pape)
[Seite 1526] α, ον, auch 2 Endgn, = κυκλικός, τὸ κύκλιον = κύκλος, Eur. I. A. 1056; κύκλιοι ποιηταί, Pollian. 1 (XI, 130). – Bes. κύκλιοι χοροί, ursprünglich alle Reigentänze, welche unter Gesang im Kreise um den Altar einer Gottheit getanzt wurden; bes. aber die zu Ehren des Dionysus gefeierten, u. deshalb = διθύραμβος, so Ar. Nubb. 333. 366; Plat. Ax. 371 d;. Aesch. 3, 232 u. A.; vgl. Ath. IV, 181; σὸν περὶ βωμὸν ἐγειρομένου κιθαρισμοῦ κύκλιον ὠρχήσαντο Callim. Del. 313. Dahin gehören auch die κύκλιοι αὐληταί bei Luc. salt. 2, wo κυκλικοί die gew. Lesart ist. Vgl. κύκλιοι αὐλοί bei Hesych.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
rond, circulaire : κύκλιος χορός XÉN danse en rond, ronde ; adv. • κύκλια εἱλίσσεσθαι EUR danser en rond ; κύκλιοι αὐληταί LUC joueurs de flûte ambulants.
Étymologie: κύκλος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κύκλιος -α -ον [κύκλος] cirkelvormig, rond:; κύκλιος χορός = koor dat in een kring danst Aristoph. Nub. 333; κυκλίων χορῶν... παρθενίων de kring van dansende meisjes Eur. Hel. 1312; overdr. m. b.t. dithyrambische liederen:.: κύκλια μέλη dithyramben Aristoph. Av. 918; αὐληταὶ κύκλιοι fluitspelers die dithyrambenkoren begeleiden Luc. 45.2.
Russian (Dvoretsky)
κύκλιος: и
1 (= κυκλικός
3 круговой, киклический (χορός Arph., Arst., Plut.): κύκλια μέλη Arph. киклические песнопения, т. е. дифирамбы;
2 круглый, кругообразный: ὕδωρ κύκλιον Eur. круглое (т. е. Делосское) озеро.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM κύκλιος, -ία, -ον, Α θηλ. και -ος) κύκλος
1. στρογγυλός, κυκλικός («κυκλία ἀσπίς», Αρχέστρ.)
2. φρ. κύκλιος χορός» — κάθε χορός που χορεύεται από πολλά άτομα τα οποία, πιασμένα χέρι χέρι, σχηματίζουν κύκλο και ο οποίος, στην αρχαία εποχή, χορευόταν γύρω από τον βωμό ενός θεού, ιδίως του Βάκχου
αρχ.
1. αυτός που ανήκει στον επικό κύκλο
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κύκλιος
ονομασία μήνα στην Επίδαυρο
β) χορίαμβος
3. (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) κύκλιον και κύκλια κυκλικά
4. (η δοτ. εν. αρσ. ως επίρρ.) κυκλίῳ
με κυκλικό τρόπο.
Greek Monotonic
κύκλιος: -α, -ον, επίσης -ος, -ον, σε Ευρ. (κύκλος)·
I. κυκλικό, στρογγυλός, ὕδωρ κύκλιον, λέγεται για τη λίμνη της Δήλου (πρβλ. τροχοειδής), σε Ευρ.
II. κύκλιος χορός, ὁ, χορός σε δακτυλοειδή, κυκλική διάταξη γύρω στο βωμό, διθυραμβικός χορός, σε Αριστοφ. κ.λπ.· κύκλια μέλη, τα διθυραμβικά τραγούδια, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
κύκλιος: -α, -ον, ὡσαύτως ος, ον Εὐρ. Ἠλ. 1312· (κύκλος)· ― στρογγύλος, κυκλοτερής, ἀσπὶς Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 320Β· ὕδωρ κύκλιον, ἐπὶ τῆς λίμνης τῆς Δήλου (πρβλ. τροχοειδής), Εὐρ. Ι. Τ. 1104, ἔνθα ἴδε Δινδ. ΙΙ. κύκλιος χορός, ὁ κυκλικός, χορὸς δηλ. ὃν ἐχόρευον ἐν κύκλῳ πέριξ βωμοῦ, ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λέγεται ἐπὶ τῶν πρὸς τιμὴν τοῦ Βάκχου διθυραμβικῶν χορῶν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς ἐν τετραγωνικῷ σχήματι σχηματιζομένους, οἵτινες ἐκαλοῦντο τετράγωνοι, Τίμαι. παρ’ Ἀθην. 181C), Ἀριστοφ. Νεφ. 333, Βάτρ. 366, Ἀποσπ. 198. 10, Αἰσχίν. 87. 5, κτλ.· νικᾶν κυκλίῳ χορῷ Συλλ. Ἐπιγρ. 219· ― ἡ ἐπινόησις αὐτῶν ἀπεδίδετο εἰς τὸν Ἀρίονα, Ἀριστ. Ἀποσπ. 627· ― ὅθεν, κύκλιον ὀρχήσασθαι Καλλ. εἰς Δῆλ. 313· εἱλίσσεσθαι κύκλια Εὐρ. Ι. Α. 1056· πρβλ. κύκλος ΙΙΙ. 2, κυκλικὸς ΙΙΙ, ἐγκύκλιος. 2) κ. μέλη, διθύραμβοι, Ἀριστοφ. Ὄρν. 918.
Middle Liddell
κύκλιος, η, ον κύκλος
I. round, circular, ὕδωρ κύκλιον, of the Delian lake (cf. τροχοειδήσ), Eur.
II. κύκλιος χορός, οῦ, a chorus danced in a ring round an altar, a dithyrambic chorus, Ar., etc.:— κύκλια μέλη dithyrambic songs, Ar.
Translations
circular
Arabic: دَائِرِيّ; Armenian: շրջանաձև, բոլորաձև, շրջանագծային; Asturian: circular; Belarusian: кругавы, круглы; Bengali: বৃত্তাকার, গোলাকার; Bulgarian: кръгов, кръ́гъл; Burmese: ဝိုင်း; Catalan: circular; Czech: kulatý; Danish: rund, cirkulær; Dutch: rond; Esperanto: cirkla; Finnish: ympyrä-, ympyrän muotoinen, pyöreä, pyörivä; French: circulaire, rond; Galician: circular; Georgian: წრიული; German: rund, Kreis-, kreisartig, kreisförmig, kreisend; Greek: κυκλικός; Ancient Greek: γύριος, γυροειδής, ἐγκύκλιος, ἔγκυκλος, κυκλικός, κύκλιος, κυκλοτερής, κυκλωτός; Hindi: वृत्तीय, वर्तुल, गोल, वृत्ताकार; Hungarian: körkörös; Ido: cirkla, cirklala, cirklatra; Indonesian: bundar; Irish: ciorclach; Italian: circolare; Japanese: 丸い; Macedonian: кружен; Chinese Mandarin: 圓/圆; Maori: porohita, porowhita; Northern Kurdish: bazineyî, bazinî; Pashto: ګرد; Persian: دایره; Plautdietsch: runt; Polish: okrągły; Portuguese: circular, redondo, arredondado; Romanian: circular, de cerc; Russian: круглый, округлый, круговой; Sanskrit: मण्डल; Scottish Gaelic: cearcaill, cearclach; Spanish: circular; Sundanese: bunder; Swedish: cirkulär, rund, cirkulär, cirkelformad, ringformad; Turkish: dairesel; Ukrainian: круглий, круговий; Volapük: sirkafomik, klöpik