κυκλόσε

English (LSJ)

Adv., (κύκλος) in or into a circle, περὶ δ' αὐτὸν ἀγηγέραθ' ὅσσοι ἄριστοι κ. Il.4.212; διαστάντες τανύουσι κ. stretch [the skin] outwards on all sides, 17.392, cf. Onos.17, A.D.Adv.193.8, Ael.NA 3.13, etc.

German (Pape)

[Seite 1527] in die Runde, rings umher, nach allen Seiten hin, Il. 4, 212. 17, 392 u. sp. D.

French (Bailly abrégé)

adv.
tout autour, en cercle avec mouv.
Étymologie: κύκλος, -σε.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυκλόσε [κύκλος] adv., rondom. (βοείην) τανύουσι κυκλόσε zij trekken de runderhuid naar alle kanten strak Il. 17.392; περὶ δ’ αὐτὸν ἀγηγέραθ’ ὅσσοι ἄριστοι κυκλόσε rond hem stond de gehele elite verzameld in een kring Il. 4.212.

Russian (Dvoretsky)

κυκλόσε: adv.
1 кругом, вокруг, со всех сторон Hom.;
2 в разные стороны Hom.

Greek (Liddell-Scott)

κυκλόσε: ἐπίρρ. (κύκλος) ἐν κύκλῳ ἢ εἰς κύκλον, περὶ δ’ αὐτὸν ἀγηγέραθ’, ὅσσοι ἄριστοι, κυκλόσ’ Ἰλ. Δ 212· διαστάντες τανύουσι κυκλόσε, ἐκτείνουσι τὸ δέρμα εἰς κύκλον, Ρ 392· οὕτω παρ’ Αἰλ., κτλ. ἰδὲ Λοβ. Φρύν. 9 σημ.

English (Autenrieth)

in a circle, Il. 4.212 and Il. 17.392.

Greek Monolingual

κυκλόσε (Α)
επίρρ. κυκλικά, ολόγυρα («περὶ δ' αὐτὸν ἀγηγέραθ', ὅσσοι ἄριστοι, κυκλόσ'», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + επιρρμ. κατάλ. -σε (πρβλ. πεδόσε, υψόσε)].

Greek Monotonic

κυκλόσε: επίρρ., μέσα σε κύκλο ή κυκλικά, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

κύκλος
in or into a circle or round, Il.