κυνάνθρωπος

English (LSJ)

κυνάνθρωπον, cynanthropic, of a dog-man, cynanthrope, νόσος κυνάνθρωπος = cynanthropy, kynanthropy, a malady in which a man imagines himself to be a dog, Gal.19.719, Antioch.Astr.in Cat.Cod. Astr.7.115.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνάνθρωπος: -ον, «σκυλλάνθρωπος», νόσος κ., καθ’ ἣν ὁ πάσχων ἄνθρωπος νομίζει ἑαυτὸν κύνα, Γαλην. 10. 502· πρβλ. λυκάνθρωπος.

Greek Monolingual

ο (AM κυνάνθρωπος, -ον)
νεοελλ.
1. ψυχοπαθής που φαντάζεται ότι είναι σκύλος
2. αναιδής σαν τον σκύλο, σκυλάνθρωπος
αρχ.
φρ. «νόσος κυνάνθρωπος» — κυνανθρωπία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύων, κυνός + ἄνθρωπος.

German (Pape)

ὁ, der Hundemensch, auch ἡ κυν. νόσος, eine Krankheit. S. λυκάνθρωπος.