ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses
-ές, Νιατρ. αυτός που έχει ψυχοπάθεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -παθής (< πάθος), πρβλ. φρενο-παθής. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς].