ψυχοπαθής

From LSJ

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83

Greek Monolingual

-ές, Ν
ιατρ. αυτός που έχει ψυχοπάθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -παθής (< πάθος), πρβλ. φρενο-παθής. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς].