κυνοκτόνος

English (LSJ)

κυνοκτόνον, killing dogs: κυνοκτόνον, τό, = ἀκόνιτον, Dsc.4.76.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνοκτόνος: -ον, ὁ κτείνων, φονεύων κύνας, κυν-, τό, ἕτερον ὄνομα τοῦ ἀκονήτου, «ἀκόνητον..., ὃ ἔνιοι κυνοκτόνον, οἱ δὲ λυκοκτόνον καλοῦσι» Διοσκ. 4. 78.

Greek Monolingual

κυνοκτόνος, -ον (Α)
1. αυτός που φονεύει σκύλους
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κυνοκτόνον
το φυτό ακόνιτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. παιδοκτόνος, πατροκτόνος.

German (Pape)

Hunde tötend; τὸ κυν. heißt das ἀκόνιτον, Diosc.