κυπαρισσένιος

Greek Monolingual

-α, -ο κυπαρίσσι
1. αυτός που κατασκευάστηκε από ξύλο κυπαρισσιού
2. ψηλός και λυγερός σαν κυπαρίσσι («κυπαρισσένιο κορμί»).