κυστίκερκος

Greek Monolingual

ο
ζωολ. το τελικό προνυμφικό στάδιο τών ταινιών, το οποίο έχει μορφή κύστης γεμάτης υγρό, στα εσωτερικά τοιχώματα της οποίας αναπτύσσεται η σκωληκοκεφαλή τών παρασίτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cysticerque < cysti- (πρβλ. κυστεο-) + cerque (< νεολατ. cercus < κέρκος). Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γεώργ. Μαραμήτσα].