κωδικοποίηση

Greek Monolingual

η
1. συστηματική συλλογή και μεθοδική καταγραφή κανόνων ή αρχών ή κειμένων σε κώδικα με ομοειδή ύλη και μεθοδική τάξη και αλληλουχία
2. (νομ.) η συγκέντρωση σε ένα σώμα και η συστηματική κατάταξη διάσπαρτων νομικών κειμένων
3. εγγραφή ή μετεγγραφή με κώδικα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κωδικοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Άγγ. Βλάχο].