κωλή
Greek Monolingual
κωλῆ, και ασυναίρ. τ. κωλέα, και διαλ. τ. κωλία, ἡ (Α) κώλον
1. οστό μηρού μαζί με τη σάρκα, μπούτι, κυρίως χοίρου, χοιρομέρι («οἴμοι δὲ κωλῆς ἥν ἐγὼ κατήσθιον», Αριστοφ.)
2. το μερίδιο ιέρειας σε θυσία
3. το ανδρικό μόριο
4. (κατά τον Ησύχ.) (ο ασυναίρ. τ.) κωλέα
«ἀγκαλίς, δέσμη χόρτου».