κόνδυ
English (LSJ)
υος, τό, drinking-vessel, Men.293, Hipparch.Com.1.6, IG11 (2).287B133, al. (Delos, iii B.C.), PPetr.2p.108 (iii B.C.), Pancrat. ap.Ath.11.478a; as a measure, LXX Ge.44.2, al.: pl., κόνδυα ἀργυρᾶ Alex.Magn.Epist. ap. Ath.11.784a.
German (Pape)
[Seite 1480] υος, τό, ein Trinkgefäß, ein Pokal; Men. u. Hipparch. com. bei Ath. XI, 478 a u. VLL.; eigtl. persisches W.; – auch ein Maaß für Flüssigkeiten, zehn Kotylen haltend, LXX.
Russian (Dvoretsky)
κόνδυ: υος τό (перс.) чаша, кубок Men.
Greek (Liddell-Scott)
κόνδῠ: -υος, τό, εἶδος ἐκπώματος, ποτηρίου, Κωμικ. παρ’ Ἀθην. 477F, κἑξ., πρβλ. 784Α, Ἑβδ. (Γεν. ΜΔ΄, 2, κ. ἀλλ.)· ― λέγεται ὅτι εἶναι Περσικὴ λέξις, ἴδε Sturz Διαλ. σελ. 91· ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κόνδυ· ποτήριον βαρβαρικόν, κυμβίον».
Greek Monolingual
κόνδυ, -υος, τὸ, πληθ. -υα (ΑM)
είδος ποτηριού («καὶ τὸ κόνδυ μου τὸ ἀργυροῦν ἐμβάλετε εἰς τὸν μάρσιππον», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η γλώσσα του Ησυχίου κόνδυ
ποτήριον βαρβαρικόν, κυμβίον αποτελεί ένδειξη για την πιθ. μικρασιατική προέλευση της λ.].
Frisk Etymological English
-υος
Grammatical information: n.
Meaning: name of a drinking-vessel (hell.), after H. = ποτήριον βαρβαρικόν, κυμβίον.
Derivatives: diminutive κονδύλιον (hell.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Sem.X
Etymology: Like many words in -υ a loan (vgl. Chantraine Formation 119). Fur. 181 compares κοτὺλη beaker, cf. κονδύλιον. Szemerényi, Gnomon 43 (1971) 674 refers to late Babylon. kandu vessel.
Frisk Etymology German
κόνδυ: -υος
{kóndu}
Grammar: n.
Meaning: N. eines Trinkgeschirrs (hell.), nach H. = ποτήριον βαρβαρικόν, κυμβίον;
Derivative: Deminutivum κονδύλιον (hell.).
Etymology: Wie viele andere Wörter auf -υ (vgl. Chantraine Formation 119) offenbar entlehnt.
Page 1,911