κύμβαλο

Greek Monolingual

το (Α κύμβαλον)
1. είδος μουσικού οργάνου που αποτελείται από δύο ορειχάλκινους κοίλους δίσκους, οι οποίοι όταν κρούονται μεταξύ τους παράγουν ήχο, κν. τάσια (α. «με σάλπιγγες και τύμπανα και κύμβαλα και σείστρα», Πορφύρ.
β. «οἳ δέ κυμβάλοις καὶ τυμπάνοις ἄχθονται», Πλούτ.)
2. φρ. «κύμβαλον ἀλαλάζον» — λέγεται για κείνον που απηχεί άκριτα γνώμες τρίτων (ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύμβη + επίθημα -αλ-ον (πρβλ. κρότ-αλ-ον, πέτ-αλ-ον).
ΠΑΡ. κυμβαλίζω
αρχ.
κυμβάλιον, κυμβαλίτις, κυμβαλώδη.
ΣΥΝΘ. αρχ. κυμβαλοκρούστης.