λάσιον
English (LSJ)
τό, a rough cloth, Sapph.89 (pl.); λάσιον ἐπιβεβλημένος Theopomp.Com.36, cf. Artem. Gramm. ap. Erot.; perhaps to be read for σίαλον in Hp.Acut. (Sp.) 37.
Greek (Liddell-Scott)
λάσιον: [ᾰ], τό, δασὺ λινοῦν ὕφασμα, Σαπφὼ (89) παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 74· λάσιον ἐπιβεβλημένος Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Ὀδυσσεῖ» 4.
Greek Monolingual
λάσιον, τὸ (Α)
είδος σκληρού υφάσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. λάσιος «δασύτριχος»].