λέκτορας

Greek Monolingual

ο (Α λέκτωρ, -ωρος)
νεοελλ.
1. πανεπιστημιακός δάσκαλος που ανήκει στην τέταρτη ιεραρχική βαθμίδα (καθηγητής, αναπληρωτής καθηγητής, επίκουρος καθηγητής, λέκτορας)
2. (στη Γερμανία) αυτός που διδάσκει στο πανεπιστήμιο ξένες γλώσσες
3. (στη Σουηδία) δημόσιος δάσκαλος και παπάς συγχρόνως
4. (στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία) αναγνώστης
αρχ.
(στη Ρώμη) δούλος ή απελεύθερος που είχε ως έργο να διαβάζει αναγνώσματα στον κύριό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. lector < λατ. lego «διαβάζω»].