λήδιον

English (LSJ)

or ληδίον, τό, Dim. of λῆδος, IG22.1514.45, 1516.23, 1517.149, 151 (iv B.C.):—also λῄδιον or λῃδίον, τό, Men.1028, Clearch. 25, Machoap.Ath.13.582d sq., Hsch.; cj. Toup for λήϊον, Suid.; cf. λῆδος, ληϊδιώδεις.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
vêtement léger ; vêtement pauvre ou usé.
Étymologie: λῆδος².

Greek Monolingual

λήδιον καί ληδίον και λήδιον και ληδίον, τὸ (Α)
υποκορ. του λήδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λῆδος (πρβλ. τειχίον: τεῖχος)].

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: a light cloth = τριβώνιον or ἱμάτιον εὑτελές H.
Other forms: or ληδίον (Att. inscr. IVa), λῄδ-, λῃδίον, λήιδ- (Men.) Dor. λᾶδος (Alcm.; λᾳ̃δος, λαι- H.).
Derivatives: Dimin. ληδάριον, v.l. λῃδ- (Ar. Av. 715, 915). Adj. ληιδιώδεις τριβωνιώδεις (cod. -ίδες) H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Basis λῆδος (H.), Dor. λᾶδος (Alcm.; λαι- H.) τριβώνιον' (cf. e.g. τειχίον: τεῖχος). - Unexplained; unacceptable hypotheses by Prellwitz are rejected by Bq. - The variation shows that the word is Pre-Greek.