λήξη
Greek Monolingual
η (Α λῆξις) λήγω
η παύση, το τέλος, ο τερματισμός μιας ενέργειας ή μιας χρονικής περιόδου (α. «λήξη μαθημάτων» β. «λήξη απεργίας» γ. «ἐνεργείας λῆξιν λαμβανούσης», Γαλ.)
νεοελλ.
φρ. «λήξη γραμματίου» — η ημερομηνία κατά την οποία η εξόφληση του γραμματίου γίνεται απαιτητή
μσν.-αρχ.
σύνορο, όριο
αρχ.
1. γραμμ. κατάληξη
2. έσχατο σημείο
3. θάνατος.