λαβραγόρης

English (LSJ)

λαβραγόρου, ὁ, bold, rash talker, braggart, Il.23.479.

German (Pape)

[Seite 2] ὁ, ein dreister Schwätzer, Il. 23, 479; VLL. σφοδρῶς δημηγορῶν.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
bavard insupportable.
Étymologie: λάβρος, ἀγορεύω.

Russian (Dvoretsky)

λαβρᾰγόρης: ου ὁ назойливый болтун Hom.

Greek (Liddell-Scott)

λαβρᾰγόρης: -ου, ὁ, ὁ κομπορρήμων, Ἰλ. Ψ. 479.

English (Autenrieth)

(λάβρος): reckless talker, Il. 23.479†.

Greek Monolingual

λαβραγόρης, -ου, ὁ (Α)
ακράτητος στα λόγια, φλύαρος, απερίσκεπτος, θρασύς («οὐδὲ τί σε χρὴ λαβραγόρην ἔμεναι», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάβρος + -αγόρης (< ἀγοράομαι «μιλώ»), πρβλ. υμναγόρης, χρησμαγόρης].

Greek Monotonic

λαβρᾰγόρης: -ου, ὁ (ἀγορεύω), θρασύς, χειμαρρώδης ομιλητής, φλύαρος, κομπορρήμονας, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

λαβρ-ᾰγόρης, ου, ὁ, ἀγορεύω
a bold, rash talker, braggart, Il.