λαγώπους

English (LSJ)

ποδος, ὁ, ἡ,
A rough-footed like a hare: hence, as substantive,
1 ptarmigan, Plin.HN10.133; cf. λαγώς ΙΙ.
2 a downy plant, hare's foot trefoil, Trifolium arvense, Dsc.4.17, Gal.12.56. (-πουν Dsc., Gal. Il. cc., but -πους Orib.15.1.11.)

German (Pape)

[Seite 5] ποδος, hasenfüßig, rauchfüßig wie der Hase, subst., a) ein Vogel, vielleicht das Schneehuhn, Plin. H. A. 10, 48, 68. – b) ein Kraut, eine wilde Kleeart, Diosc. bei Galen. auch λαγώπουν, τό. S. das Folgde.

Russian (Dvoretsky)

λᾰγώπους: ποδος ὁ
1 белая куропатка Plin.;
2 заячья лапка (разновидность клевера) Plin.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰγώπους: -ποδος, ὁ, ἡ, ἔχων δασεῖς πόδας ὡς ὁ λαγός· καὶ οὕτως ὡς οὐσιαστ. 1)πτηνόν τι, καθ’ ἃ φαίνεται ἄγριος ἀλεκτρυών, Πλίν. 10. 68· πρβλ. λαγὼς ΙΙ. 2) εἶδος χνοώδους φυτοῦ, τριφυλλίου, Trifolium arvense, Διοσκ. 4. 17, Γαλην. 13. 201.

Greek Monolingual

-ουν (Α λαγώπους, -ουν)
βλ. λαγόπους.