λαμπροφοίτης
Spanish
Greek Monolingual
λαμπροφοίτης, -ου, ό (Α)
(για τον ήλιο) αυτός που εμφανίζεται με λαμπρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + -φοίτης (< φοιτώ), πρβλ. οροφοίτης, ουρανοφοίτης·
Léxico de magia
ὁ que brilla al caminar de Helios-Hefesto Ἥφαιστε, πυριφαῆ, λαμπροφοῖτα Hefesto, que brillas con fuego, que brillas al caminar P XII 177