λαμπρόσπορος

Greek Monolingual

λαμπρόσπορος, -ον (Μ)
αυτός που κατάγεται από ένδοξο γένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + -σπόρος (< σπείρω), πρβλ. θεόσπορος].