θεόσπορος
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
θεόσπορον, sown by a god, divine, κῦμα E.Fr.106.
German (Pape)
[Seite 1198] von Gott gesäet, gemacht, Eur. bei Rust. 656, 8.
Russian (Dvoretsky)
θεόσπορος: богом посеянный, т. е. созданный богами (κῦμα Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
θεόσπορος: -ον, ὑπὸ θεοῦ ἐσπαρμένος, θεῖος, Εὐρ. Ἀποσπ. 107.
Greek Monolingual
θεόσπορος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο έσπειρε ο θεός, ο θείος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + σπόρος (< σπείρω)].