λαμπρόφωνος

English (LSJ)

λαμπρόφωνον,
A clear-voiced, Hp.Aër. 5, Plu.2.840a: Sup. λαμπρόφωνότατος D.18.313:—hence λαμπροφωνεύομαι, Hdn.Philet.p.436 P., Hsch. s.v. βαλανεύειν; and λαμπροφωνία, Ion. λαμπροφωνίη, ἡ, clearness and loudness of voice, Hdt.6.60.

German (Pape)

[Seite 13] mit heller, lauter Stimme, Dem. 18, 313 im superlat.; Plut.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la voix claire ou forte.
Étymologie: λαμπρός, φωνή.

Russian (Dvoretsky)

λαμπρόφωνος: обладающий ясным голосом Dem., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

λαμπρόφωνος: -ον, ἔχων λαμπρὰν φωνήν, Ἱππ. π. Ἀέρ. 283· λαμπροφωνότατος Δημ. 329. 25· - ἐντεῦθεν λαμπροφωνέω, ἔχω καθαράν, ἠχηρὰν φωνήν, Ἐκκλ.· λαμπροφωνεύομαι, εἶμαι λαμπρόφωνος, = λαρυγγίζω, Αἰλίου Ἡρῳδιαν. Φιλέταιρος, ἐν τέλει τοῦ Μοίριδος, σ. 436 Piers· - καὶ λαμπροφωνία, Ἰων. -ίη, ἡ, εὐκρίνεια καὶ ἠχηρὸν τῆς φωνῆς, Ἡρόδ. 6. 60.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α λαμπρόφωνος, -ον)
αυτός που έχει λαμπρή, δυνατή φωνή («ἐν τούτοις λαμπροφωνότατος, μνημονικώτατος, ὑποκριτής ἄριστος», Δημοσθ.)
νεοελλ.
αυτός που έχει γλυκιά φωνή, καλλίφωνος.

Greek Monotonic

λαμπρόφωνος: -ον (φωνή), αυτός που έχει λαμπρή, καθαρή φωνή, σε Δημ.

Middle Liddell

λαμπρό-φωνος, ον φωνή
clear-voiced, Dem.

English (Woodhouse)

clear-voiced