λαπαδνός
English (LSJ)
λαπαδνόν, metri gr.for ἀλαπαδνός, restored by Musgrave in A. Eu.562.
German (Pape)
[Seite 16] v.l. für λέπαδνον, Aesch. Eum. 532, wird = ἀλαπαδνός erkl.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monolingual
λαπαδνός, -όν (Α)
αλαπαδνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαπάσσω + κατάλ. -δνός (βλ. αλαπαδνός)].
Greek Monotonic
λᾰπαδνός: -όν, ποιητ. αντί ἀλαπαδνός.
Middle Liddell
λᾰπαδνός, όν [poetic for ἀλαπαδνός.]