ἀλαπαδνός
English (LSJ)
ἀλαπαδνή, ἀλαπαδνόν, (ἀλαπάζω) easily exhausted, i.e. powerless, feeble, στίχες, σθένος, μῦθος, etc., Il.4.330, Od.18.373, h.Merc.334, cf. Hes. Op.437: Comp., ἀλαπαδνότεροι γὰρ ἔσεσθε Il.4.305. (ἀ- euph., cf. λαπαδνός.)
Spanish (DGE)
(ἀλᾰπαδνός) -ή, -όν
• Prosodia: [ᾰ-]
flojo, endeble de guerreros Il.4.305, 2.675, τὸ κρανίον Luc.DMort.25.2, στίχες Il.4.330, σθένος Il.5.783, Od.18.373, Hes.Op.437, Timo SHell.819, μῦθος h.Merc.334, κακόν Bacis en Paus.9.17.5, Πέρσαι Orac.Sib.13.171.
German (Pape)
[Seite 89] ή, όν (ἀλαπάζω), leicht zu bezwingen, schwach, Hom. sechsmal, Iliad. 2, 675 von Nireus ἀλλ' ἀλαπαδνὸς ἔην, παῦρος δέ οἱ εἵπετο λαός; 4, 330 στίχες οὐκ ἀλαπαδναί, 5, 783. 7, 257 Od. 18, 373 τῶντε σθένος οὐκ ἀλαπαδνόν, homerisch = sehr stark: compar. Iliad. 4, 305 ἀλαπαδνότεροι γὰρ ἔσεσθε; – κακόν Bacis bei Paus. 9, 17, 4 u. sp. D.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
facile à détruire ou à renverser, faible.
Étymologie: ἀλαπάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀλαπαδνός -ή -όν ἀλαπάζω zwak.
Russian (Dvoretsky)
ἀλᾰπαδνός: легко сокрушаемый, т. е. слабый, бессильный Hom., Hes.: οὐκ ἀ. Hom., HH сильный, крепкий.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλαπαδνός: -ή, -όν, (ἀλαπάζω) ὁ εὐχερῶς ἐξαντλούμενος, ὅ ἐ. εὐκατάβλητος, εὐχείρωτος, ἄνανδρος, στίχες, σθένος, μῦθος, κτλ. Ἰλ. Δ. 330, Ὀδ. Σ. 373, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 334 καὶ ἀλλ., πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 435: ― Συγκρ. ἀλαπαδνότεροι γὰρ ἔσεσθε, Ἰλ. Δ. 305: ― Ἐπ. λέξις ἐν χρήσει παρ’ Αἰσχύλ. ἄνευ τοῦ α εὐφωνικοῦ (πρβλ. ἀλαπάζω), τὸ δέ: δύαις λαπαδνὸν διωρθώθη ὑπὸ Musgr. εἰς λέπαδνον ἐν Εὐμ. 562.
English (Autenrieth)
comp. νότερος: easily exhausted, unwarlike; σθένος οὐκ ἀλαπαδνόν, exhaustless strength, and freq. w. neg.
Greek Monolingual
ἀλαπαδνός, -ή, -όν (Α)
αυτός που εξαντλείται που καταβάλλεται εύκολα, ασθενικός, αδύναμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. ρ. ἀλαπάζω, με ανάπτυξη του προσφύματος –δ- αναλογικά προς επίθετα, όπως ἀκιδνός «ασθενής, αδύνατος», σμερδνός «φοβερός, φρικτός», κεδνός «επιμελής προσεκτικός», κυδνός «ένδοξος, επιφανής» κ.ά.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλαπαδνοσύνη.
Greek Monotonic
ἀλᾰπαδνός: -ή, -όν (ἀλαπάζω), εξαντλημένος, ανίσχυρος, αδύναμος, αδυνάτου χαρακτήρα, διστακτικός, άνανδρος, σε Όμηρ., Ησίοδ.· συγκρ. ἀλαπαδνότεροι, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
ἀλαπάζω
exhausted, powerless, feeble, Hom., Hes.; Comp. ἀλαπαδνότεροι Il.