λατινικός

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM λατινικός, -ή, -όν) Λατίνος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Λατίνους («λατινικός πολιτισμός»)
νεοελλ.
1. αυτός στον οποίο μιλιέται λατινογενής γλώσσα («Λατινική Αμερική»)
2. το θηλ. ως ουσ. η Λατινική
η γλώσσα τών Λατίνων
νεοελλ.-μσν.
1. αυτός που ανήκει ή έχει σχέση με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία
2. το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Λατινικά
η γλώσσα τών Λατίνων ή το μάθημα της λατινικής γλώσσας στα σχολεία
μσν.
1. φράγκικος
2. ιταλικός.
επίρρ...
λατινικώς και -ά (Μ λατινικώς και λατινικά)
1. στη λατινική γλώσσα, λατινιστί
2. με λατινικό τρόπο.