λατινιστί

From LSJ

οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχειZeus has not yet turned his neck aside

Source

Greek Monolingual

λατινίζω
επίρρ.
1. στη λατινική γλώσσα
2. κατά τη συνήθεια τών Λατίνων.