λατινιστί

From LSJ

τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us

Source

Greek Monolingual

λατινίζω
επίρρ.
1. στη λατινική γλώσσα
2. κατά τη συνήθεια τών Λατίνων.